- προπτύσσω
- Νμαζεύω, συμπτύσσω κάτι προς τα εμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πτύσσω «μαζεύω, ζαρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόπτυξη — η, Ν [προπτύσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπτύσσω, μάζεμα προς τα εμπρός, ζάρωμα 2. (αθλ.) κάμψη και τών δύο χεριών στο ύψος τού στήθους έτσι ώστε οι παλάμες, οι βραχίονες και τα αντιβράχια να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο … Dictionary of Greek